φαγιάνς

φαγιάνς
η, Ν
άκλ.
1. το φαγεντιανό
2. (γενικά) πιατέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. faiance < Faenza πόλη τής Βόρειας Ιταλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαγεντιανός — ή, ό, Ν [Φαγεντία] 1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανά πήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • φαγιάντσα — και φαγέντσα, η, Ν φαγιάνς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Faenza, πόλη τής Βόρειας Ιταλίας] …   Dictionary of Greek

  • Λισαβόνα — (Lisboa). Πόλη (556.797 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, καθώς και του ομώνυμου νομού (2.761 τ. χλμ., 1.878.006 κάτ. το 2000). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Τάγου, εκεί όπου στενεύει, αφού έχει σχηματίσει μια μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • φαγεντιανός — φαγεντιανός, ή, ό και φαβεντιανός, ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς ή από την ιταλική πόλη Φαέντσα (άλλοτε Φαβεντία). 2. κεραμικά προϊόντα με στιλπνή ζωγραφισμένη ή βερνικωμένη επιφάνεια ή με ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”